- λινορραφής
- λινορραφής, -ές (Α)1. ραμμένος με νήμα από λινάρι2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῑς ἁλιῆες», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ραφής (< θ. ραφ-, πρβλ. ραφ-ή), πρβλ. δολο-ρραφής, πολυ-ρραφής].
Dictionary of Greek. 2013.